- περιπαίκτης
- και περιπαίχτης, ο, θηλ. περιπαίκτρια και περιπαίχτρα Ν [περιπαίζω]1. αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει κάποιον2. αυτός που προσπαθεί να εξαπατήσει κάποιον («περιπαίχτρα η σάλπιγγα», Σολωμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπαίχτης — ο, Ν βλ. περιπαίκτης … Dictionary of Greek
περιπαίχτρα — η, Ν βλ. περιπαίκτης … Dictionary of Greek